ἀνατρέχει

ἀνατρέχει
ἀνατρέχω
run back
pres ind mp 2nd sg
ἀνατρέχω
run back
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • AURORA — Titanis, et Terrae filia, Luciferi et Ventorum mater, Hyperionis ac Thiae filiam facit Hesiodus, v. 371. θεογοῃίας, in his: Θεία δ᾿ Η᾿ἑλιόν τε μέγαν, λαμπράν τε Σελήνην, Η᾿ώ θ᾿, ἣ πάντεςςιν ἐπιχθονίοισι φάεινει, Γείναθ᾿ ὑποδμηθεῖσ᾿ Υ᾿περίονος εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αναδρομάρης — άρα, και άρισσα, ικο 1. αυτός που τρέχει πάνω κάτω, που διαρκώς κινείται 2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + άρης] …   Dictionary of Greek

  • ευρετήριο — το 1. κατάλογος ονομάτων ή αντικειμένων συνταγμένος κατά αλφαβητική σειρά, στον οποίο αναγράφεται η θέση που βρίσκεται καθένα από αυτά, με σκοπό την ταχύτερη ανεύρεση τού εκάστοτε ζητουμένου 2. ως επίθ. «ευρετήριο σημείο» το σημείο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • Βεντράμος, Τζάνες — (16ος αι.). Στιχουργός από το Ναύπλιο. Πολλοί μελετητές τον θεωρούν ιταλικής καταγωγής, από μητέρα Ελληνίδα. Ο Β., που ήταν έμπορος, έγραφε στιχουργήματα με διδακτικό περιεχόμενο. Ένα από αυτά, η Ιστορία των γυναικών των καλών και των κακών… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιες δαπάνες — Τα ποσά που δαπανά το κράτος στα πλαίσια της δημοσιονομικής του δραστηριότητας για την υλοποίηση των σκοπών του. Τα ποσά αυτά αποκτώνται κυρίως από τους φόρους που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες. Για τη συμπλήρωσή τους ανατρέχει και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Τελέζιο, Μπερναρντίνο — (Telesio· εξελληνισμένος τύπος Τελέσιος, Κοζέντσα 1509 – 1588). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική στην Πάντοβα. Έπειτα από μια δεκαετία αποσύρθηκε για μελέτες σε ένα μοναστήρι βενεδικτινών, στη νότια Ιταλία, και το 1553 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”